νύσσα — (I) νύσσα, ἡ (ΑΜ) 1. (στον ιππόδρομο) α) η στήλη γύρω από την οποία έκαναν κύκλο τα άρματα καθώς κατέρχονταν από το δεξιό μέρος και έστριβαν για το αριστερό β) η στήλη από την οποία ξεκινούσαν και στην οποία τερμάτιζαν οι διαγωνιζόμενοι στην… … Dictionary of Greek
σανίκουλα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκιαδανθή τής τάξης κορνώδη, με 35 40 είδη ποών που απαντούν σε όλο τον κόσμο, εκτός από την Αυστραλία, την Νέα Ζηλανδία και την Γουινέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν.… … Dictionary of Greek
σκιαδοφόρος — α, ο / σκιαδοφόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και σκιαδιοφόρος Ν, και σκιαδηφόρος Α αυτός που κρατά σκιάδιο, δηλαδή ομπρέλα για τον ήλιο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκιαδοφόρα βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης κορνώδη, με 275… … Dictionary of Greek
σμύρνιο — το / σμύρνιον, ΝΑ [σμύρνα] γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες ή σκιαδοφόρα τής τάξης κορνώδη, με 8 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν 4, με… … Dictionary of Greek
φάτσια — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αραλιίδες τής τάξης κορνώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. fatsia] … Dictionary of Greek
φοινίκουλο — και φαινίκουλο, το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια απιίδες ή σκιαδοφόρα, τής τάξης κορνώδη, με τρία είδη, γνωστότερο από τα οποία είναι το μάραθο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ. πρβλ. νεολατ. foeniculum… … Dictionary of Greek